Το ραντεβού είχε οριστεί για τις 9 το βράδυ. Αλλά ήδη από τις 8, μια ώρα νωρίτερα, ο κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύεται και να ανάβει τα κεράκια. Όλα γινόντουσαν ήρεμα, σχεδόν σιωπηλά, ο κόσμος ψιθύριζε, κανείς δεν ήθελε να καταστρέψει αυτό το παράδοξα κατανυκτικό κλίμα. Την ώρα που υποτίθεται θα αρχίζαμε να στήνουμε τα ρεσώ μας, η πλατεία είχε στρωθεί από ένα υπέροχο φωτεινό χαλί. Όλο και περισσότεροι φίλοι έφταναν με τα κεράκια τους, πολλές εκατοντάδες πια μοιραζόμασταν μια κοινή πίστη. Δεν χρειαζόταν να κάνεις τίποτα. Η εικόνα έμπαινε μέσα σου και σε καθήλωνε. Στην καρδιά της συκοφαντημένης μας πόλης με το τίποτα κάναμε την πιο ισχυρή δήλωση. Θα είμαστε εδώ γιατί αγαπάμε αυτήν την πόλη και δεν σκοπεύουμε να πάμε πουθενά!
Όσο περνούσε η ώρα, οι πρώτες μουσικές άρχισαν να ζεσταίνουν ακόμα περισσότερο την ατμόσφαιρα. Και τελικά, έδωσαν το σύνθημα για την έναρξη της «παρέλασης». Μπροστά τα όργανα. Αθηνάς, Σοφοκλέους και ντουγρού για την πλατεία Θεάτρου. Στη Γερανίου οι μετανάστες βγαίνουν στα μπαλκόνια, έκπληκτοι στην αρχή, μετά χαμόγελα, τα πιο ωραία τους χαμόγελα, φωνές, συμμετοχή με τον δικό τους τρόπο στην γιορτή μας που είναι και δική τους γιορτή. Από την Πειραιώς κόβουμε μέσω της Μενάνδρου για την Αγίου Κωνσταντίνου. Έξω από το Εθνικό Θέατρο οι θεατές της παράστασης που περιμένουν για να μπουν στο κτίριο ρωτάνε ποιοι είμαστε. Μια κυρία φωνάζει «Μπράβο ρε παιδιά!». Στη συνέχεια οδός Μάρνη και στάση στην πλατεία Βάθη όπου στήνεται κανονικό πανηγύρι. Τρελός χορός στο κέντρο της πλατείας και μετά Ομόνοια. Δεύτερος χαμός, το γλέντι δεν αφήνει κανένα ασυγκίνητο. Στον δρόμο για την επιστροφή προσπαθούμε να καταλάβουμε τι έγινε. Πριν ένα λεπτό χορεύαμε πάνω στην Ομόνοια. Στην πλατεία Κοτζιά το θέαμα εξακολουθεί να είναι υποβλητικό. Αρχίσουμε και μαζεύουμε, συνεννοούμαστε με τους ανθρώπους της Καθαριότητας του Δήμου, αυτοί θα κάνουν την πιο σκληρή δουλειά, να σαρώσουν τα χυμένα κεριά από τις πλάκες.
Όταν και το τελευταίο κερί θα σβήσει, ο καθένας θα πάρει το δρόμο του. Με την κρυφή υπόσχεση ότι θα επιστρέψουμε στους ίδιους δρόμους γιατί κατά βάθος ξέρουμε πως κερδίζουμε κάτι που πιστέψαμε ότι είχε χαθεί. Στα επόμενα, λοιπόν!