Έπεσε στα χέρια μου σήμερα μια free press του Χολαργού, "ανεξάρτητη" όπως έλεγε, και οφείλω να ομολογήσω ότι άνοιξα το λεξικό για να φρεσκάρω τα ελληνικά μου σχετικά με τον όρο "ανεξάρτητος". Σίγουρα πάντως αυτή η εφημερίδα δεν είναι πολιτικά ανεξάρτητη, ήταν απλώς ένα προεκλγικό φυλλάδιο για την παράταξη του κ. Νικολάου. Μέχρι τώρα δεν έχω σχολιάσει, αρνητικά τουλάχιστον, εφημερίδες, περιοδικά, blogs και sites που αφορούν στον Δήμο αλλά αυτό υποτιμάει την νοημοσύνη μας. Στη τελική, αν θέλει η εν λόγω εφημερίδα, ας υποστηρίξει όποιον επιθυμεί, δημοκρατία έχουμε, αλλά όχι να αυτοχαρακτηρίζεται "ανεξάρτητη"! Το όλο θέμα όμως είναι τόσο προφανές, που πραγματικά ίσως να μην είχε νόημα να το σχολιάσω, απλά είπα να καταγράψω τα πρώτα ευτράπελα της προεκλογικής περιόδου, ειδικά μετά την συνένωση με τον Παπάγο.
Άντε και στα επόμενα...
Υ.Γ.: ανεξάρτητος -η -ο [aneksártitos] Ε5 : 1.που δεν εξαρτάται από άλλον ή άλλο, που δεν έχει κάποια σχέση εξάρτησης. α. (για πρόσ.) που η δραστηριότητά του, η συμπεριφορά του κτλ. δεν επηρεάζεται, δεν καθορίζεται από κτ. άλλο ή από κάποιον άλλον: Είναι ~ και κάνει ό,τι θέλει. Είναι οικονομικά ~ και ξοδεύει όσα θέλει. που δεν έχει οικογενειακές ή άλλες δεσμεύσεις: Γυναίκα ανεξάρτητη. β. (για χώρα, κράτος, οργανισμό κτλ.) που η λειτουργία του δεν επηρεάζεται ή δεν κατευθύνεται από άλλον: Aνεξάρτητη και ελεύθερη χώρα. Kυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος. ~ οικονομικά και διοικητικά οργανισμός. Aνεξάρτητη και αδέσμευτη εφημερίδα. H εκκλησία είναι ανεξάρτητη από το κράτος. H νομοθετική εξουσία πρέπει να είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική. γ. (για ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.): Aνεξάρτητη γνώμη. Aνεξάρτητη πολιτική. Aνεξάρτητη, μποέμικη ζωή. 2. που η ύπαρξή του ή η γένεσή του δεν έχει σχέση με κτ. άλλο: Γεγονότα ανεξάρτητα από τη θέλησή μας. Για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή μου… H ψυχή έχει φύση ανεξάρτητη από το σώμα. (γραμμ.): Aνεξάρτητη πρόταση, κύρια. ANT εξαρτημένη. 3. που δεν αλλάζει, δεν επηρεάζεται ή δεν αλλοιώνεται από κτ. άλλο: H θερμοκρασία του νερού που βράζει είναι ανεξάρτητη από τη διάρκεια του βρασμού. Aνεξάρτητοι μετασχηματισμοί. (μαθημ.): Aνεξάρτητη μεταβλητή. 4. (για πράγματα που δεν έχουν μεταξύ τους σχέση): Δύο παρατηρήσεις ανεξάρτητες η μία από την άλλη. 5. (ειδ.) α. Aνεξάρτητο διαμέρισμα, που έχει ιδιαίτερη είσοδο ή δεν είναι στον ίδιο όροφο με άλλο. Δωμάτιο με ανεξάρτητη είσοδο, χωριστή, όχι κοινή. β. ~ βουλευτής, που δεν ανήκει σε κάποιο κόμμα ή πολιτική ομάδα. ανεξάρτητα & (λόγ.) ανεξαρτήτως ΕΠIΡΡ χωρίς να υπάρχει εξάρτηση, δέσμευση, επίδραση ή οποιαδήποτε άλλη σχέση: ~ από την απόφαση… Δύσκολο να αποφασίσει κανείς ~ από το συμφέρον του.
[λόγ. αν- (δες α- 1) εξαρτη- (εξαρτώ) -τος μτφρδ
[λόγ. αν- (δες α- 1) εξαρτη- (εξαρτώ) -τος μτφρδ